εγκεχυμένος
Смотреть что такое "εγκεχυμένος" в других словарях:
ἐγκεχυμένος — ἐγχύνω perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεχυμένος — ἐγχύνω perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)